- ὁμοειδῶς
- ὁμοειδήςof the same speciesadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοειδής — ές (ΑΜ ὁμοειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες 2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα αρχ. 1. ομογενής 2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.) 3. ομοιόμορφος 4. αυτός… … Dictionary of Greek
τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… … Dictionary of Greek